Η εξαιρετική ταινία του Roman Polanski, «Το Μωρό της Ρόζμαρι» (Rosemary‘s Baby) με πρωταγωνιστές τη Mia Farrow και τον John Cassavetes είναι ένα από τα διασημότερα ψυχολογικά θρίλερ ever. Αν δεν την έχετε δει, σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Είναι από τις ταινίες που υπονοούν αντί να δείχνουν και γι αυτό συνήθως είναι και πιο τρομακτικές, αφού αφήνουν την ίδια την φαντασία του θεατή, να οργιάσει.
Νεαρό νιόπαντρο ζευγάρι, ο σύζυγος «επιρρεπής» ανερχόμενος ηθοποιός με μεγάλες φιλοδοξίες, η κοπέλα με αγάπη στα παιδιά και με μεγάλη προσμονή να γίνει και η ίδια μητέρα, ένα κάπως «βαρύ» town house στη Νέα Υόρκη, και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και λίγο(;) εκκεντρικών γειτόνων. H ιστορία, εκτυλίσσεται σιγά – σιγά, με κάθε πλάνο να είναι πιο weird, πιο «περίεργο», πιο «άγριο», από το άλλο και όμως χωρίς ουσιαστικά να βλέπουμε τίποτα το «τρομακτικό». Μενταγιόν με νόημα, γιατροί με κρυφή «ατζέντα», κρυμμένες πόρτες που ανοιγοκλείνουν κατά βούληση και οδηγούν… «αλλού», μια πολυπόθητη εγκυμοσύνη που λόγω φρικτών πόνων καταντάει εφιάλτης για τη νεαρή μητέρα. Άραγε πράγματι συμβαίνει κάτι «περίεργο» με το έμβρυο που κυοφορεί, ή απλά είναι η δική της παράνοια που την οδηγεί σε «φυγή», με τεράστιες επιπτώσεις;
Στο τέλος της ταινίας, μια μεγάλη συμφιλίωση πάνω από ένα φλιτζάνι τσάι Lipton. Και οι ατάκες παρακάτω, είναι έτσι ακριβώς όπως ακούγονται στο τέλος της ταινίας:
Minnie (με διάθεση φιλοξενίας) : Here, drink this, you will feel a little better.
Rosemary: (με τρόμο) What’s in it? Tanis root?
Minnie : (με συμφιλιωτικό τόνο) Nothing is in it!! Just plain ordinary, Lipton’s Tea. You drink it!
(προσπάθησα και εγώ να υπονοήσω και όχι να σας πω, διότι σε περίπτωση που δεν έχετε δει την ταινία, δεν έχω χειρότερο από το όταν κάποιος μου λέει το τέλος ενός βιβλίου ή μιας ταινίας που δεν έχω δει ακόμα, μπορώ και να του κόψω την καλημέρα. Πάντως σίγουρα, θα τσακωθώ.)
Είναι περίεργο, αλλά και για μένα, για πολλά χρόνια η συμφιλίωση με έναν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους (αν όχι τον πιο αγαπημένο) ερχόταν πάντα πάνω από ένα φλιτζάνι ζεστό μαύρο τσάι Lipton, με μια κουταλιά ζάχαρη και λίγο γάλα. Εδώ πρέπει να σας πω κάτι, για να έχει και νόημα η χριστουγεννιάτικη ιστορία που πρόκειται να σας διηγηθώ με καταλύτη, ένα φλιτζάνι τσάι (δεν το πιστεύω, ότι ήρθε η ώρα, να διηγηθώ ΚΑΙ αυτή την ιστορία εδώ μέσα..).
Μεγαλώνοντας, σπάνια, έως ποτέ τσακωνόμουν με τη μαμά μου. Είμαστε πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες σε κάποια πράγματα (και ίδιοι σε άλλα). Εγώ είμαι νευρική, απότομη, και εκρηκτική, αλλά μου περνάει εύκολα (έχω κάπως καλυτερέψει- ήμουν πολύ χειρότερη πιο παλιά). Η μαμά μου είναι ήρεμη, ψύχραιμη, ειρηνική και πολύ σπάνια (έως ποτέ) φωνάζει. Τον εκρηκτικό χαρακτήρα, δεν τον πήρα από τη μαμά μου φυσικά. Τον πήρα όλο από τη γιαγιά μου. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, πολλές φορές –διότι ζούσα χρόνια και μαζί της- κάναμε ομηρικούς καυγάδες. Ίδιοι χαρακτήρες, παιδί της γιαγιάς αντί της μαμάς, δεν θέλαμε και πολύ για να εκραγούμε, αλλά μας πέρναγε γρήγορα. Ο παππούς μου, (πάρα πολύ ήρεμος και αυτός) απλώς έκλεινε τα αυτιά του (στην κυριολεξία με τα δάκτυλά του), ή άλλαζε δωμάτιο μέχρι να περάσει η «καταιγίδα». Δεν μας κράταγε πολύ. Τα ξαναφτιάχναμε γρήγορα.
Για να τα «φτιάξουμε» όμως επειδή ήμασταν και οι δυο περήφανες και εγωίστριες είχαμε έναν κώδικα. Δεν ζητάγαμε σχεδόν ποτέ συγνώμη η μια από την άλλη, αλλά η συμφιλίωση ερχόταν εύκολα, με μια φράση κλειδί “Να φτιάξω ένα τσάι;” Εκείνη τη στιγμή ξέραμε και οι δυο, ότι ο καυγάς είχε λήξει.
Καθόμασταν λοιπόν, ήρεμες πλέον, πίναμε το τσάι μας, πιάναμε καμιά συζήτηση για καμιά μόδα (ένα από τα αγαπημένα της subject) «μα γιατί δεν εννοείς να ταιριάζεις τα φορέματά σου με ασορτί χρώμα παπούτσια» – «άσε με ρε γιαγιά, η Ελισάβετ είμαι; δεν είναι της μόδας πια αυτό» – «το έλεγκαντ, δεν έχει μόδα», απαντούσε εκείνη ε, και τα ξεχνάγαμε όλα μέσα σε λίγα λεπτά (μέχρι τον επόμενο καυγά για μηδαμινές αιτίες) Στο μεταξύ, ήταν και λίγο εκκεντρική η γιαγιά μου, τώρα που το σκέφτομαι. Είχε ένα υπέροχο σερβίτσιο τσαγιού, αγγλική αντίκα πολλών ετών από την πεθερά της την προ- γιαγιά Ivy, στο οποίο φυσικά σερβίριζε όλους εμάς, αλλά εκείνη είχε για τον εαυτό της, μια απλή λευκή κουπίτσα, χωρίς καμιά αξία. Αλλά για κάποιο λόγο, την αγαπούσε αυτή την κουπίτσα. Τη βόλευε. Της άρεσε, πως αλλιώς να το πω;
Αλλά αρκετά είπα. Ας ξεκινήσει η ιστορία μας. Σας προειδοποιώ, είναι μεγάλη. Θα την γράψω σε parts. Ίσως πριν την διαβάσετε θέλετε να φτιάξετε τσάι ή καφέ.
Part One: Η έκπληξη της Τζούλιας
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Όταν ζούσα στην Αθήνα, όλα μου τα Χριστούγεννα τα πέρναγα στο Λονδίνο. Όταν ζούσα στο Λονδίνο, τα Χριστούγεννα, τα πέρναγα στην Αθήνα. Σπούδαζα και φυσικά ζούσα στο Λονδίνο εκείνο τον χειμώνα. Θα γυρνούσα όμως στην Αθήνα για λίγες μέρες, για να περάσω τις γιορτές, με τους γονείς μου. Η ημερομηνία που είχα δηλώσει για να με περιμένουν ήταν η 21η Δεκεμβρίου και μέρα της γιορτής μου (για να τσιμπήσω και κανά δωράκι- τότε που ακόμα την θυμόνταν κάποιοι τη “διάσημη” γιορτή μου- ζούσαν όλοι οι παππούδες βλέπετε και η γιαγιά μου η Ιουλία πίσω στην Αθήνα, τη γιόρταζε πολύ τη μέρα μας..).
Γύρω στα μέσα Νοεμβρίου όμως, είχα μια φαεινή ιδέα! Θα τους έλεγα, ότι θα έφτανα στις 21 Δεκεμβρίου, αλλά εγώ θα έβγαζα εισιτήριο για τις 19! Για να τους κάνω έκπληξη και να με δουν και για δυο μέρες παραπάνω (λάτρευα και λατρεύω αυτού του είδους τις εκπλήξεις). Η φαεινή μου ιδέα όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Αποφάσισα ότι ήθελα να πάρω και τη γιαγιά μαζί μου στην Αθήνα και να κάνουμε στους γονείς μου διπλή έκπληξη. «Μα τι είναι αυτά που μου λες;” μου απάντησε όταν της είπα την ιδέα μου. «Που θα αφήσω, τις κάρτες μου, τα δωράκια των γειτόνων, τη γαλοπούλα, το ham, τον παππού σου! Και πως θα προλάβω να αγοράσω δώρα για να έρθω στην Αθήνα;» (τι καλά να διάβαζε κάποιος τώρα, που να την ήξερε καλά.. το project της γιαγιάς μου “πάω-ταξίδι- στην- Αθήνα”, περιλάμβανε δυο μήνες εξαντλητικό shopping, διότι δεν αγόραζε δώρα μόνο για την οικογένειά της- αγόραζε δώρα, για όλους, όσους γνώριζε. Δώρα. Όμορφα. Μετά από πολύ σκέψη, για το τι αρέσει στον καθένα. Και ακριβά. Όχι σαχλαμάρες. Δύσκολο να το πιστέψετε αυτό, έτσι; Το ξέρω.)
«Έλα μωρέ γιαγιάκα, για μια εβδομάδα μόνο και θα είναι και ο θείος εδώ για τον παππού και τα άλλα διάφορα, πως κάνεις έτσι; Έλα να κάνουμε κάτι διαφορετικό, έλα να τους κάνουμε μια έκπληξη, σε παρακαλωωωωω» Εδώ να πω και κάτι άλλο. Δεν ξέρω πως θα ακουστεί και αυτό, αλλά η γιαγιά μου, δεν μου χάλαγε ΠΟΤΕ χατίρι. Ποτέ. Και ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι πέρα για πέρα αλήθεια. Και όπως φαντάζεστε, δεν μου χάλασε το χατίρι ούτε εκείνα τα Χριστούγεννα.
Τα δυο εισιτήρια (αντί για ένα) κλείστηκαν για την 19η Δεκεμβρίου. Και στην Αθήνα δεν είχαν ιδέα και το πλάνο μου πήγαινε περίφημα!! Ξεχύθηκε η γιαγιά στα μαγαζιά για να ψωνίσει δώρα, γκρίνιαζε ότι δεν της άφησα πολύ χρόνο, γέμιζε σιγά -σιγά τη βαλίτσα της (έτσι έκανε, τη γέμιζε με δώρα τα οποία τακτοποιούσε όμορφα και το τελευταίο βράδυ πριν ταξιδέψει, έβαζε μέσα στη βαλίτσα για τον εαυτό της δυο παντελόνια, τρία πουκάμισα, ένα πουλόβερ και δυο σακάκια- η βαλίτσα δεν μπορούσε να κλείσει από τα δώρα και κράταγε δώρα και στα χέρια της. Όλα για τους άλλους. Τίποτα για τον εαυτό της.
Με πολύ χαρά και ενθουσιασμό φυσικά όλο αυτό, ούτε γι’ αστείο δεν καυγαδίσαμε εκείνο το μήνα, παρά κάθε μέρα γελάγαμε και κάναμε σχέδια και σκεφτόμασταν το ύφος των δικών μας όταν θα χτυπούσαμε το κουδούνι και θα μας έβλεπαν ξαφνικά στην πόρτα και τις δυο και έκανε και ένα ωραίο χοντρό κρύο και το Λονδίνο φουλ στολισμένο και εμείς τυλιγόμασταν με τα παλτά και τα κασκόλ μας και ξεχυνόμασταν στα μαγαζιά της Oxford Street για να διαλέγουμε τα δώρα που ήθελε να κάνει σε όλους και για να τη βοηθήσω της υποσχέθηκα ότι θα γράψω εγώ όλες τις χριστουγεννιάτικες κάρτες της, που έστελνε σε Λονδίνο και Αθήνα (έστελνε περί της 80 και έπρεπε να είναι ειδικές Hallmark κάτι τεράστιες, πανάκριβες κάρτες) και “θα πάω εγώ γιαγιά στο ταχυδρομείο να τις στείλω” (“για όνομα, αφού θα πας στην Αθήνα- πρέπει να στείλεις και κάρτες;- ουφ ρε γιαγιά”)– και τι σημασία είχε, θα με σκότωνε αν δεν τις έγραφα και όλα υπέροχα!
(σημ. Η γιαγιά μου δεν ήταν πλούσια. Ήταν Μοναδική. Έχει μεγάλη διαφορά, αφού δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ άλλος άνθρωπος, σαν εκείνη.)
Και ξημέρωσε η παραμονή του ταξιδιού μας και κλείσαμε και τις βαλίτσες και τις ζυγίσαμε για το υπέρβαρο (το έκανε πάντα αυτό) και όλα τέλεια και η αναμονή και η χαρά είχαν φτάσει στο peak και αποφασίσαμε μετά το βραδινό φαγητό, να πάμε νωρίς για ύπνο- η πτήση μας με Virgin Atlantic έφευγε στις 13:30 ώρα Αγγλίας, έπρεπε να είμαστε στο Heathrow στις 11 με 11:30 άρα να φύγουμε από το σπίτι γύρω στις 8 για να προλάβουμε την μεγάλη κίνηση και να πιούμε φυσικά και το πρωινό μας τσαγάκι χωρίς άγχος.
Μέχρι εδώ το project«H Τζούλια κάνει X–mas έκπληξη» πήγαινε περίφημα σας λέω!!
Part Two: Άφιξη στο αεροδρόμιο του Heathrow
Ξυπνήσαμε στην ώρα μας, ήπιαμε το τσαγάκι μας με scones, το minicab, μας περίμενε απ’ έξω φτάσαμε κυρίες στο Heathrow στις 11:00 (μισή ώρα νωρίτερα- έξοχα- έξοχα!) κάναμε check in, ξεφορτωθήκαμε τις βαλίτσες, γλώσσα δεν βάζαμε μέσα, η αδρεναλίνη μου από τη χαρά και την προσμονή στο κόκκινο και εκεί κάπου, είχα άλλη μια φαεινή ιδέα:
«γιαγιάκα μου σε λίγες ώρες θα είμαστε στην Αθήνα και σε πέντε μέρες έχουμε Χριστούγεννα, πρέπει να το γιορτάσουμε!! Λοιπόν, πάμε στο Huxleys να μας κεράσω και τις δυο ένα μπουκάλι κρασί!» «Όχι βρε παιδάκι μου», απαντάει η γιαγιά, «τέτοια ώρα κρασί; Τι είναι αυτά που λες; Δεν γίνονται αυτά! Θα πιούμε ένα κρασάκι μέσα στο αεροπλάνο με το φαγητό μας. Είναι δυνατόν, θα μας πιάσει κανένα στομάχι, νηστικές κρασί; Στις 11:30 η ώρα το πρωί; (θυμηθείτε τώρα, το χατίρι που έλεγα παραπάνω) «Αμάν μωρέ γιαγιά, μεγάλωσες πριν την ώρα σου και έγινες βαρετή; Και δεν είμαστε και νηστικές, έχουμε πιει τσάι, έχουμε φάει scones, έλα να γιορτάσουμε την έκπληξη μου! Έλα βρε γιαγιάκα μη μου χαλάς χατίρι!»
Είχε και το πρόβλημα να μη μου λέει όχι, την τσουβάλιασα στο Huxleys, την έβαλα να κάτσει πλάτη στον πίνακα ανακοινώσεων «ένα κρασάκι είπαμε να πιούμε, μη μου κοιτάς συνέχεια τον πίνακα και με αγχώνεις!» πήγα στο bar, παράγγειλα ένα ελαφρύ Pinot Grigio, στρογγυλοκαθίσαμε.
«Άντε στην υγειά μας γιαγιάκα, άντε Merry X–mas, άντε Καλά Χριστούγεννα, άντε Happy New Year, άντε στην υγειά της τέλειας ιδέας μου, ε, γιαγιάκα; Cheers! Cheers! Cheerio!! Μα δεν είμαι φοβερή; Δεν ήταν τέλεια η ιδέα μου; Άντε και στην υγειά μας γιαγιάκα! “Τζούλια κοιτάς την ώρα”; “Έλα βρε γιαγιάκα, που θα μου πεις εμένα για ώρα, που μπαίνω μόνη μου στο αεροπλάνο από 10 ετών και σου έρχομαι, ντροπή να το λες αυτό σε μένα, έλα στην υγειά σου γιαγιάκα! Cheers! Cheerio! Πω, πω τι θα πάθει η μαμά μόλις μας δει και τις δύο, άντε στην υγειά μας, γιαγιάκα!»- “Τζούλια κοιτάς την ώρα;;” “Φυσικά, φυσικά, άστα όλα πάνω μου γιαγιάκα!”.
Κάποια στιγμή ανάμεσα στις πολλές υγειές, θυμήθηκα ότι ήμασταν στο Heathrow, για να πάρουμε ένα αεροπλάνο. “Ε, άντε να σηκωνόμαστε σιγά- σιγά γιαγιάκα, έχουμε και λίγο περπάτημα ως το Gate..» είπα στη γιαγιά μου, την οποία πλέον είχα φέρει σε κατάσταση .. ας πούμε, ευδαιμονίας…
Mόνο μακριά ήταν το gate; Tο gate, ήθελε μέσα στο νερό ένα εικοσάλεπτο περπάτημα ε, και κάποια στιγμή με τα πολλά φτάσαμε. Φτάσαμε μεν, αλλά μόνες μας δε. Ψυχή στο gate, εκτός από δυο-τρεις συνοδούς εδάφους- οι ίδιες που μας είχαν κάνει το check in 2 ώρες πριν. Σφίχτηκα λίγο η αλήθεια είναι αλλά (είχα και θράσος) λέω στη γιαγιά «Είδες; Τι έκανες έτσι καλέ; Κανένας δεν έχει έρθει ακόμα στο gate, μόνες μας είμαστε.” και συνεχίσαμε να περπατάμε προς τις συνοδούς για να μπούμε στη φυσούνα και από εκεί στο αεροπλάνο. Μας κοίταζαν καλά- καλά η αλήθεια είναι και μόλις φτάσαμε κοντά τους είπε η μια: «Are you, Mrs Bradshaw and Miss Kyrili?”«Yes, yes!» λέω εγώ «We came right on time to board!» φτάσαμε εγκαίρως για την επιβίβαση! Για να λάβω την απάντηση: «We are very sorry, the plane took off”.
(Eίναι κάτι τέτοιες στιγμές, που κατανοείς απόλυτα φράσεις όπως «δεν πιστεύω στα αυτιά μου» ή «κάτι δεν άκουσα καλά» διότι ούτε εγώ αλλά ούτε και η γιαγιά μου, μπορούσαμε να συλλάβουμε αμέσως τι μας έλεγε η αγγλίδα συνοδός)
Ο Διάλογος:
Εγώ: “What do you mean, the plane took off?”
H συνοδός: «Τhe plane has left, miss. About 10 minutes ago”»
Εγώ: «What plane? We are going to Athens!!!” (λες και θα έκανε τη διαφορά…)
Η συνοδός: «Ι know miss. The- plane- for- Athens-flight 301- Virgin Atlantic, left 10 minutes ago. You missed it!!
H γιαγιά μου μέχρι εκείνη τη στιγμή όπως φαντάζεστε και φυσικά από το σοκ της, δεν είχε αρθρώσει λέξη, αλλά μόλις η συνοδός είπε τη λέξη κλειδί, «το χάσατε» επανήλθε, της βγήκε στην επιφάνεια όλο το ελληνικό αίμα και είπε την greek tragedy ατάκα (με ταυτόχρονη -εξαιρετική οφείλω να ομολογήσω- α-λα Εκάβη γλώσσα του σώματος) την οποία θα γράψω παρακάτω αυτολεξεί. Η συγκεκριμένη ατάκα, από τότε και μέχρι σήμερα πέρασε στα «βιβλία μας» ως το inside joke της οικογένειας, όταν κάτι μας εκπλήσσει, ή μας σοκάρει, ή απλά θέλουμε να γελάσουμε με μια ανάμνηση:
Γιαγιάκα: “Νο! Νο! Νοοοοο!!! Τhe plane has to come back!! I have asthma!!”
(φυσικά ήταν ακόμα σε κατάσταση σοκ και εκείνη την ώρα μέσα στο σοκ της, φαντάστηκε ότι το Airbus αεροπλανάκι, θα έκανε μια στροφούλα πάνω από το Παρισάκι και θα επέστρεφε στο Λονδινάκι, για να μαζέψει την ίδια και την εγγονή της- ελάτε καλέ, σιγά το πράγμα, αφού έχω άσθμα.)
Εγώ, πάλι, πανικός, ξε-πανικός, είχα στο μυαλό μου όμως και τις βαλίτσες, τίγκα με τα συνολάκια που θα φορούσα στην Αθήνα για τις γιορτές και πλέον αρχίζοντας να χωνεύω το προφανές (πάει το αεροπλάνο) δεν ήξερα τι είχε συμβεί με το μη προφανές- δηλαδή δεν έβλεπα πουθενά βαλίτσες.
Εγώ: «But what about our suitcases? Where are our suitcasessss???» (ο ρόλος της Εκάβης, στα χέρια μου πλέον )
Η συνοδός: «Don’t worry miss. Οι βαλίτσες σας, σας περιμένουν εκεί ακριβώς που κάνατε το check in, στο counter της Virgin Atlantic.” (Άγγλοι. Και βρήκαν τις βαλίτσες μας μέσα σε ένα φίσκα αεροπλάνο και τις έβγαλαν και τις γύρισαν στο check in counter και το αεροπλάνο έφυγε στην ώρα του- χωρίς εμάς μέσα)
Η γιαγιά μου, έχει συνέλθει εντελώς πλέον. Γυρνάει και με κοιτάει. Μη σας το περιγράψω το βλέμμα της. Δεν περιγράφεται εξ’ άλλου. Μου λέει χαμηλόφωνα και στα ελληνικά, «προχώρα!». Στα 20 λεπτά, που κράτησε το πίσω μπρος στο check in counter δεν σταματήσαμε (γιατί βλέπετε είχα και το θράσος από πάνω να της αντιμιλάω) όχι απλά να τσακωνόμαστε.. να «σκοτωνόμαστε» χαμηλοφώνως και στα ελληνικά. Μου έσυρε φυσικά όχι τον εξάψαλμο, αλλά τον δεκάψαλμο και βάλε. Ήταν όμως πολύ κυρία να ουρλιάζει μέσα στο αεροδρόμιο – το ουρλιαχτό το φύλαξε για το σπίτι, θα καταλάβετε παρακάτω.
Παραλάβαμε τις βαλίτσες μας και μου είπε: «Χαρτζιλίκι σου έχω δώσει μπόλικο, δεν με ενδιαφέρει πως θα γυρίσεις σπίτι, κλειδιά έχεις. Φύγε από μπροστά μου, δεν θέλω ούτε να σε βλέπω μετά από αυτό που έκανες.» Φυσικά και είχα αρκετό χαρτζιλίκι και για ταξί και για το (ακριβό) τρένο Heathrow Express, αλλά σιγά μην τα ξόδευα για τη μεταφορά και μου λείπανε μετά για τις γιορτινές ολονυχτίες την Αθήνα, στο Rock & Roll και το Mercedes (για τις πιο μικρές – clubs των Αθηνών, τότε). Tube, θα δούλευε. Piccadilly Line που φτάνει μέχρι Heathrow, θα το έπαιρνα έως τη στάση Green Park και από εκεί θα άλλαζα για Jubilee Line μέχρι West Hampstead. Και μετά περπάτημα από το tube station στο σπίτι. Αλλά και η γιαγιά μου, ξέροντας ότι κάτι τέτοιο θα έκανα, δεν της πήγε η καρδιά να πάρει ταξί. Εκείνη επιβιβάστηκε στο αγαπημένο της Bus No 16, για Victoria και από εκεί αλλαγή, για West End Lane.
Part Three: Το Τσάι της συμφιλίωσης
Έφτασα πρώτη σπίτι. Το tube, πάντα πιο γρήγορο από τα λεωφορεία. Κάθισα στο σαλόνι και άνοιξα την τηλεόραση, περιμένοντάς τη να φανεί, στον κήπο του σπιτιού και να ανοίξει την αυλόπορτα – που έκανε έναν ιδιότυπο θόρυβο- γιατί –επιτέλους ρε!- είχα αρχίσει να νιώθω τύψεις, για το συμβάν και έκανε και πολύ κρύο και ναι, είχε άσθμα.
Ο κήπος και η “γκρινιάρα” αυλόπορτα.
Περίπου μια ώρα μετά, εμφανίστηκε με θόρυβο. Άνοιξε την αυλόπορτα με θόρυβο, την εσωτερική πόρτα με θόρυβο, την έκλεισε με ακόμα μεγαλύτερο θόρυβο, άφησε κάτω την βαλίτσα της με θόρυβο και πήγε στο τηλέφωνο με θόρυβο. Κουβέντα εγώ, έκανα ότι έβλεπα τηλεόραση και φυσικά τσιμουδιά η μια στην άλλη. Τη μαμά μου φυσικά στην Αθήνα, δεν μπορούσε να την πάρει τηλέφωνο. Και τι να της πει εξ άλλου; Αφού κανείς στην Αθήνα δεν ήξερε για την έκπληξη και σίγουρα η μαμά θα την κατσάδιαζε άσχημα, που την έκανα ότι ήθελα, που δεν μου χάλαγε χατίρι, που την έβαζα σε ταλαιπωρίες. Ούτε και τον θείο μου όμως πήρε. Επίσης αυστηρός μαζί της και αυτός και θα την κατσάδιαζε σίγουρα. Ο παππούς στο Surrey, στη θεία, αλλά έτσι κι αλλιώς, εκείνος δεν με μάλωνε ποτέ. (ένα περίεργο με μένα: είμαι μοναχοπαίδι, μοναχο εγγονή και μοναχο ανιψιά, αλλά την αγάπη και την αδυναμία που ένιωσα από τη γιαγιά μου, δεν την ένιωσα ποτέ από κανέναν άλλον στην οικογένεια και ίσως καλύτερα. Προφανώς, η αδυναμία της σε μένα, ξέφευγε από τα όρια του “φυσιολογικού” και δεν άφηνε χώρο για άλλη)
Άρα, the next best thing, ήταν η δεύτερη κόρη της. Η καλύτερη φίλη της μαμάς μου στο Λονδίνο (φίλες από 14 ετών)- η Άννα, την οποία η γιαγιά μου λάτρευε σαν δεύτερη κόρη.
Γκραπ, γκρουπ, το τηλέφωνο, γκραπ γκρουπ, πως δεν το έσπασε από τα νεύρα της και επιτέλους! Μέσα στο σπίτι της, μπορούσε πλέον να ουρλιάξει με την ησυχία της σε αυτιά πρόθυμα να την ακούσουν (και η Άννα την λάτρευε)
Και ξεκινάει πλέον η Greek tragedy σε όλο της το μεγαλείο:
Η γιαγιά στο τηλέφωνο: Άννα μουυυυυυυυυυ!!!!!! Άννούλα μουυυυυυυυυυυ!!!!! (τρεμούλιαξε η Άννα, όπως μας το διηγιόταν μετά η ίδια, δεν ήξερε τι να σκεφτεί η γυναίκα όταν άκουσε τις αρχαιοελληνικές κραυγές της απόγνωσης). Τι μου’ κανε αυτήηηηηηηηηη, Άνννα μουυυυυυυυυυυ!!!! (όλη η γειτονιά στο πόδι) Χάσαμε το αεροπλάνο, Αννούλα μουυυυυυυυυ!!!!!!!!! Το αεροπλάνο το καταλαβαίνειειειειεις!!!!!!! Μας άφησαν και έφυγαν Ανουλααααααα μου!!!!!!!!
(Η Άννα στη αρχή, είναι αλήθεια, νόμιζε ότι εγώ και η γιαγιά, κάναμε κάποια από τις γνωστές μας πλάκες και ότι είχαμε ήδη φτάσει Αθήνα και σε λίγο θα γελάγαμε και θα της δίναμε να μιλήσει και με τη μαμά μου)
Που τέτοια τύχη; To greek tragedy συνεχιζόταν αμείωτο στο τηλέφωνο, εγώ τσιμουδιά, η Άννα (ακριβώς ο ίδιος χαρακτήρας με τη μαμά μου) ήρεμη, ψύχραιμη και πρακτική, προσπαθούσε από το τηλέφωνο να την ηρεμήσει- ηρεμούσε η γιαγιά;- και φυσικά ρώτησε πότε θα ήταν η επόμενη πτήση και αν θα ταξιδεύαμε τελικά. Ξέχασα να σας πω, ότι η πτήση ήταν scheduled και εκείνες τις παλιές καλές εποχές, δεν το έχανες το εισιτήριο, ταξίδευες με την αμέσως επόμενη πτήση, που στη δική μας περίπτωση, ήταν το επόμενο πρωί στις 8.
Η γιαγιά: «Όχιιιιιιιιιι!!!!! Όχιιιιιιιιιι!!!! Δεν θα πάω πουθενααααααα!!!! Δεν ξαναταξιδεύω μαζί της, ποτέεεεεεε, Αννούλαααααααα μουυυυυυυυυ!!!!» Αχ, Άννα μουυυυυυυυυ!!! Τι μου έκανεεεεεεεεε!!!!!
Με τα πολλά, το κλείσανε κάποια στιγμή το τηλέφωνο, εγώ ακόμα τσιμουδιά. Και αρχίζει να περνάει η ώρα… τικ τακ… τικ.. τακ… Και εγώ προσευχόμουν μέσα μου, να ακούσω την φράση, να ακούσω τον δικό μας «κώδικα συμφιλίωσης». Η γιαγιά μου ανέβηκε πάνω στις κρεβατοκάμαρες, γκραπ γκουπ, γκραπ γκρουπ, γκραπ, γκρουπ…
Πρέπει να πέρασε, τουλάχιστον μια ώρα έτσι. Εκείνη πάνω, εγώ κάτω, στο σπίτι ξαφνικά έπεσε ησυχία.
Μετά από μια ώρα και λίγο παραπάνω, άκουσα τα βήματα της στις σκάλες. Κατέβηκε και μπήκε στην κουζίνα. Άκουσα την βρύση να τρέχει. Γέμιζε τον βραστήρα, το αγαπημένο μας kettle. Μετά από λίγο, εμφανίστηκε το κεφαλάκι της στον τοίχο ανάμεσα στην κουζίνα- τραπεζαρία και το σαλόνι που καθόμουν εγώ. Και με αυστηρό φυσικά ύφος (έ, είπαμε) – με ρώτησε:
Να φτιάξω τσάι;
Σηκώθηκα, την αγκάλιασα, της ζήτησα συγνώμη και της είπα «Ξέρεις, λυπάμαι τόσο πολύ γι αυτό που έγινε, αλλά να, όπως και να το κάνουμε, είναι κάτι που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Αυτή η ανάμνηση, θα μείνει κοντά μας για πάντα. Αυτά μένουν! Έλα βρε γιαγιάκα, χαμογέλασέ μου! Με συγχωρείς;» Λες και υπήρχε περίπτωση να μη με συγχωρέσει. Ταξιδέψαμε την άλλη μέρα το πρωί, φτάσαμε στην Αθήνα, κάναμε την έκπληξη και περάσαμε αξέχαστα Χριστούγεννα.
(η αλήθεια είναι ότι από τότε και μέχρι σήμερα που γράφω αυτό, κανένα μέλος της οικογένειας μου, δεν με εμπιστεύεται ιδιαίτερα, όταν ταξιδεύει μαζί μου με αεροπλάνο και με τσουβαλιάζουν στο gate καμιά ώρα νωρίτερα- και σε επαγγελματικό μου ταξίδι, πριν λίγα χρόνια παραλίγο να χάσουμε το αεροπλάνο 4 από εμάς τις beauty editors, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, για άλλη φορά και δεν έφταιγα μόνο εγώ!!)
Επίλογος
Η γιαγιά μου «έφυγε» το καλοκαίρι του 2012, επτά χρόνια μετά από τον παππού μου στις 16 Ιουλίου, τη μέρα ενός από τους μεγαλύτερους καύσωνες στην Ελλάδα. Τον χειμώνα του 2013 και αφού είχαν περάσει επτά μήνες, βρήκαμε το κουράγιο εγώ και η μαμά μου να ταξιδέψουμε στο Λονδίνο και να μαζέψουμε το σπίτι της. Πως μπορείς να «μαζέψεις» μια ολόκληρη ζωή; «Μαζεύονται» οι αναμνήσεις; «Μαζεύεται» η αγάπη, που είχε ποτίσει κάθε σπιθαμή αυτού του σπιτιού; Με εξαίρεση κάποια λίγα οικογενειακά κειμήλια που κράτησαν τα παιδιά της, σχεδόν όλο το σπίτι, έπιπλα, χαλιά, οικοσκευές, ρούχα, πήγαν σε φιλανθρωπικούς οργανισμούς. όπως θα ήθελε εκείνη. Εγώ κράτησα δυο λούτρινα κουκλάκια που έβαζε στο κρεβάτι μου από μωρό, μια πορσελάνινη διπλή αβγοθήκη που με έβαζε να τρώω τα αυγά μου, το καλαθάκι με τα ραπτικά της, όλες τις παλιές φωτογραφίες και φυσικά τη μικρή λευκή κουπίτσα που έπινε κάθε μέρα το τσαγάκι της.
Τα έφερα όλα αυτά, μαζί μου στην Αθήνα. Την κούπα της, δεν την βάζω ποτέ, μέσα σε κάποιο ντουλάπι, μέσα σε σκοτάδια. Την έχω σε φως. Η γιαγιά μου, μισούσε το σκοτάδι. Είναι πάντα ή στην πιατοθήκη, ή πάνω στον πάγκο της κουζίνας, ή κάποιες φορές, που έχω ήδη πιεί πολύ τσάι για τη μέρα, φτιάχνω εκεί σε αυτή τη μικρή κουπίτσα, το τελευταίο τσάι μου. Και το πίνω και της μιλάω. Γιατί για μένα, δεν είναι μια απλή κούπα, βλέπετε. Είναι η κούπα της συμφιλίωσης. Και ακόμα περισσότερο, είναι η κούπα της απόλυτης, άνευ όρων αγάπης.
Share a cup of tea. Share Love.
Τζούλια μου σε αγαπάω και το ξέρεις,αλλά μετα από αυτην την υπέροχη ιστορία που τη διάβασα 2 φορές σε αγαπάω πιο πολυ!!! Κάπου ταυτίζομαι μαζί σου γιατί μεγάλωσα και εγώ με μια γιαγιά και παππού (έμεναν στο κάτω σπίτι) που τους λατρευω σαν τους γονείς μου(ο παππούς μου “έφυγε”πριν 3 χρόνια και το κενό του είναι αναπλήρωτο)..και θυμάμαι, εκτός του ότι έτρωγα μαζί τους κάθε μεσημερι σχεδόν όταν ήμουν παιδί,τα χειμωνιάτικα απογεύματα εγω,ο παππούς,η γιαγιά και η μαμά μου-καμιά φορά κ ο μπαμπάς αν δεν δούλευε-συγκεντρωνόμασταν στην μεγάλη κουζίνα του σπιτιού και πίναμε το ζεστό μας τσαγάκι(μαλλον το τρώγαμε θα έλεγα γιατί συνοδευόταν από τοστάκια και κουλουράκια)
τι ωραίες αναμνήσεις!με έκανες και δάκρυσα
<3 …με συγκίνησες…τίποτα άλλο…μόνο αυτό.
Μα δεν είναι ωραίο να σε αγαπούν έτσι? Αυτού του είδους η αγάπη σε θωρακίζει για μια ζωή. Καταλαβαίνω απόλυτα πως νιώθεις ακόμη γιατί αυτού του είδους η αγάπη δεν εξαφανίζεται μόλις οάνθρωπος που σου τη δίνει “φεύγει” αλλά εξακολουθεί να αιωρείται, να σε ακολουθεί και να σε προστατεύει σε όλη σου τη ζωή. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου και αυοτύς που έχουν νιώσει αυτού του είδους την αγάπη τους καταλαβαίνω αμέσως, περπατάνε και κινούνται στον χώρο κάπως διαφορετικά.Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι με αυτούς τους ανθρώπους δεν μαλώνεις, το αντίθετο μάλιστα, μαλώνεις περισσσότερο και πάντα υπάρχει ένα κώδικας για να λυθεί ο κάθε καυγάς χωρίς να πληγωθεί η περηφάνια κανενός, ο δικός σας ήταν μοναδικός!!!
Βέβαια ο τρόπος που συνέδεσες το μωρό της Ρόζμαρι, μια από τις φοβιστικότερες ταινίες που είχα δει σε τρυφερή ηλικία, με την περιπέτειά σου ήταν για ακόμη μια φορά ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ!!!
Ας υψώσουμε μια κούπα τσάι κια ας νιώσουμε τη ζεστασιά του και τη θαλπωρή του να μας τυλίγει!
Φιλιά πολλά Julia, φιλιά πολλά BBgirls!!!
Αγαπημένη μου Τζούλια:Άλλη φορά να βάζεις σήμανση στο post.Πώς λένε απαραίτητη η γονική συναίνεση;Εσύ θα λες απαραίτητα τα χαρτομάντηλα.Εντάξει?
Ευχαριστώ και σ’αγαπάω και μουτς
πριν ακόμα φτάσω στο τέλος της ιστορίας σου ήξερα ότι ήθελα να σου γράψω ως σχόλιο μία και μόνο φράση. Στη γράφω λοιπόν με δάκρυα στα μάτια , “Σ’ΑΓΑΠΑΩ”. Αυτό και μόνο αρκεί.
Με Συγκινησες………..
Δυο μέρες τώρα προσπαθώ να κάνω Login στο ΒΒ κι είναι αδύνατον…. Κι έτσι μόνο σας διαβάζω και κάποιος με φιμώνει….Ας είναι… καλύτερα για την συγκεκριμένη φάση…. αλλά πέρα απο τα ξέχυλα συναισθήματα σε αυτό το post που καταλήγουν να γίνονται δάκρυα… εγω απ’ την πρώτη στιγμή της ανάγνωσης ήθελα μόνο να σου πω… Είσαι ίδια η γιαγιά σου! Το ξέρεις? Το έχεις αντιληφθεί? Διαβάζοντας για την υπέροχη, μοναδική, δοτική και διεκδικητική Mrs Bradshaw ένοιωθα πως διάβαζα για σένα…
I love u too Ju!
ΥΓ Θέλω κι άλλα παρασκηνιακά από την ζωή της οικογένειας Bradshaw-Kyrili …. Ισως σε ενα προσεχές best seller 😉
@maryl: Τι όμορφο να ζεις κοντά σε γιαγιά και παππού.. Εγώ είχα αυτή τη χαρά με τους γονείς του μπαμπά μου, αλλά μονίμως μου έλειπαν οι άλλοι παππούδες στο Λονδίνο και περισσότερο η γιαγιάκα μου που για χρόνια, την έβλεπα δυο φορές τον χρόνο.. (μετά την χόρτασα, όμως, ευτυχώς)
@zoe: Kαι εγώ,όσο το έγραφα..
@Celia: Αγαπημένη, Celia..
@MariaA: Νομίζω ότι εσύ, το “ζεις” περισσότερο αυτό που γράφω, γιατί το κάνεις και εικόνα. Έχεις τις εικόνες αγαπημένη. Φιλιά πολλά my darling!
@Litsa: Δεν πιάνεις ταβάνι εσύ.. δεν υπάρχουν τα σχόλιά σου- τέλος. (όσο γι αυτό που λες, έκανα δυόμιση μέρες να το τελειώσω το κείμενο, γιατί έγραφα μια παράγραφο, χάλαγα ένα κλουτί χαρτομάντηλα. Έγραφα άλλη μια, χάλα\γα άλλο ένα. Το “έπιασες” το νόημα…
@ΕΛΕΝΗ: Θα έκανε πολύ ευτυχισμένη τη γιαγιά μου, αυτό που έγραψες.
@SofiaT: Σοφάκι μου..
@Stella: H μεγαλύτερη φιλοδοξία της ζωής μου είναι να μοιάσω στη γιαγιά μου, πράγμα που το θεωρώ απίθανο- στη γενναιοδωρία της στα πάντα, δεν την φτάνω ούτε στο μικρό της δακτυλάκι. Βεβαια, όλοι στην οικογένεια μου λένε ότι είμαι ίδια εκείνη, αλλά δεν το πιστεύω. Όσο για το βιβλίο που λες, άλλη μια φορά “έπιασες” χορδές ψυχής, γιατί το μεγαλύτερο όνειρο που έχω στη ζωή μου, είναι μια μέρα να γράψω ένα βιβλίο για εκείνη.
Πω πω συγκινήθηκα τώρα ! Μήπως να βάζεις αγαπημένη @Julia στα posts κάποια προειδοποίηση όπως “Προσοχή : να διαβαστεί όταν θα είστε μόνες στο σπίτι” ? Για να μην κλαίμε στο γραφείο και μας κοιτάει ο κόσμος , βρε παιδί μου ! Όντως η γιαγιά σου ήταν υπέροχος , μοναδικός , ανεπανάληπτος άνθρωπος και το καλύτερο είναι ότι αυτός ο άνθρωπος θα ζει μέσα σου για πάντα ! Ό,τι και να μας πάρουν , όσο και να αλλάξουν τα πράγματα και οι καταστάσεις , τις αναμνήσεις μας δεν πρόκειται να μας τις πάρει κανείς ! Το πιστεύω απόλυτα αυτό . Και μου θύμισες και τη δική μου αγαπημένη γιαγιάκα την οποία έχασα πολύ γρήγορα …
ΥΓ1 : Βάλε και κανένα διαγωνισμό για χαρτομάντηλα !
ΥΓ : Μήπως κάποια στιγμή να έγραφες κι ένα βιβλίο ? Έτσι γλυκόπικρο κι αγαπησιάρικο σαν το post σου ?
@Julia: Lovely, lovely story. Και την πιστεύω! Οχι μόνο γιατι ξέρω την ευκολία με την οποία ξεχνιέσαι μέσα στη χαρά ενός ταξιδιού αλλά κυριότερα, επειδή εχω τη τιμή να γνωρίζω τους δικους σου και έτσι μπορω να φανταστω την υπέροχη γιαγιά.. <3 share the love (and the tea) <3
@Mous- Mous: Μου το έχεις ξαναπεί αυτό με το βιβλίο, πριν από κάποια χρόνια και έχω το σχόλιο σου, ακόμα στη μνήμη μου, σχεδόν ακριβώς όπως το έγραψες.
@Lydia: Ε, μα σου έχουν και αδυναμία εσένα και πως όχι εξ’ άλλου;
όχι, εγώ δεν συγκινήθηκα. Δεν είμαι άκαρδη αλλά είχα την αίσθηση συνέχεια ότι η γιαγιά είναι ακόμη μαζί μας και τον επίλογο δεν τον έδωσα σημασία.
Είναι όλα τόσο, μα τόσο ζωντανά, που μου άφησε αισιοδοξία όλο αυτό.
Να’σαι καλά γιαγιά απ΄όπου κι αν μας βλέπεις!
@Julia : Τότε σκέψου το σοβαρά να κάτσεις κάποια στιγμή να το γράψεις ! Πιστεύω ότι θα είναι από τα καλύτερα βιβλία που θα έχω διαβάσει ( και έχω διαβάσει πάρα πολλά , πραγματικά )
καλημερα. Το διαβασα σημερα γιατι ηθελα να εχω χρονο οχι να το ξεπεταξω. Υπεροχη σχεση μακαρι να την ειχα γιαγια
Αν ολη αυτη η εκ βαθεων εξομολογηση, η τοσο αληθινη κ παραστατικη (ηταν σα να βρισκομουνα κ γω στο Χιθροου, κ γω στην αυλη της γιαγιας σου)δεν ειναι ο ορισμός της συγκινησης, τοτε τι μπορει να ειναι? Τζουλια δεν ξερω τι αλλο να πω….Αυτο πια δεν ειναι beauty blog!!! Κ γω δεν ξερω τι ειναι…κ σ’ευχαριστουμε γι αυτο..
Αγαπούσα τη γιαγιά μου κ με αγαπούσε πιο πολύ από όλους. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ γιατί με έβαζε πανω απο όλα. Δεν υπήρχε τίποτε που να της ζητησω καινά μην το έκανε. Γι’αυτο φυσικά και σε καταλαβαίνω.Ο,τι και να γραψω για εκεινη θα ηταν λιγο.
Όπως είπα και στην Τζούλια, κάποιος ήρωας του Polanski δεν μου επέτρεπε να συνδεθώ για να της πω ότι την αγαπάω, αγαπάω και τη γιαγιά της και τις “τελετές” συμφιλίωσης που χαρακτηρίζουν τις μοναδικές σχέσεις της ζωής μας.
Προκλήθηκε έκρηξη συναισθημάτων αυτό που προκλήθηκε τη μέρα που διάβασα το άρθρο και όπως έγραψε και η Στέλλα, ένιωθα φιμωμένη.
Με τη γιαγιά μου η σχέση ήταν σχεδόν μαγική. Λατρεία. Όταν την έχασα, ένιωσα ότι η ζωή μου κόπηκε στα δύο. Πριν και μετά… Και οι πειλογές του μετά είχαν πάντα το ειδικό βάρος της δικής της υποθετικής άποψης.
Ευχαριστώ, Τζούλια.
Πολύ συγκινητική ιστορία, Τζούλια μου!Είσαι πολύ τυχερή που μεγάλωσες μαζί της!Ευτυχώς εγώ έχω ακόμα τη γιαγιά μου, τρέμω βέβαια μήπως συμβεί κάτι γιατί είμαστε μακριά και μόλις χτες έκλεισα εισιτήρια για τα φετινά Χριστούγεννα για να πάω κοντά της και κοντά στους υπόλοιπους συγγενείς. Από το καλοκαίρι αν όλα πάνε καλά, θα πάω μόνιμα κοντά της. Ο παππούς μου έφυγε πριν 7 χρόνια και ακόμα μου λείπει αφάνταστα και δεν το έχω συνειδητοποιήσει απόλυτα. Οι σχέσεις αυτές είναι μοναδικές.Για όλους μας.Και η αγάπη αυτή δε συγκρίνεται με άλλες αγάπες!
Μόλις βρήκα λίγο χρόνο να διαβάσω αυτή τη τόσο μοναδική ιστορία! Γέλιο και κλάμα σε λίγα μόνο λεπτά… τόσο σημαντικές αυτές οι αναμνήσεις! Έλα, όμως, που έχω κι εγώ αδυναμία στη γιαγιά μου, και συγκινήθηκα λίγο παραπάνω…
Πολύ όμορφη ιστορία που “άγγιξε” όλες μας. Εγώ θα πω μόνο πως χαίρομαι που είχες τέτοια σχέση με την γιαγιά σου.Εγώ ήμουν μικρή όταν έφυγε η γιαγιά μου από κοντά μας και θα θελα να είχα μιλήσει περισσότερο μαζί της.(Aλήθεια γιατί μια από τις δυο γιαγιάδες να είναι πάντα πιο αγαπημένη και όχι και οι δυο;)