Sabbatical: η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή Šabat, την λατινική sabbaticus και την αρχαιοελληνική σαββατικός και σημαίνει την διακοπή από τη δουλειά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Sabbatical: η λέξη προέρχεται από την εβραϊκή Šabat, την λατινική sabbaticus και την αρχαιοελληνική σαββατικός και σημαίνει την διακοπή από τη δουλειά για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.